πελαργόνι

πελαργόνι
(πελαργόνιο το μεγανθές). Καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των γερανιιδών (δικοτυλήδονα). Έχει βλαστό ποώδη, ελαφρά αποξυλωμένο στη βάση. Τα φύλλα του είναι οδοντωτά, μακρόμισχα, τα άνθη επιφυή, λευκορόδινα, διατεταγμένα κατά επάκριους κορύμβους. Ο σύνθετος καρπός αποτελείται από 5 μονόσπερμα καρπίδια. Με διασταυρώσεις δημιουργήθηκαν πολλές ποικιλίες που διακρίνονται κυρίως από το χρώμα των ανθέων. Φυτεύεται κυρίως στις ζαρντινιέρες και στις γλάστρες για να διακοσμήσει εξώστες, παράθυρα, βεράντες, αυλές. Πολλαπλασιάζεται με μοσχεύματα τον Σεπτέμβριο. Δεν αντέχει στο πολύ δυνατό κρύο. Το καλλωπιστικό φυτό Πελαργόνι (Πελαργόνιο το μεγανθές)
* * *
το
βλ. πελαργόνιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πελαργονικός — ή, ό φρ. «πελαργονικό οξύ» χημ. οργανική ένωση, κορεσμένο μονοκαρβονικό οξύ, γνωστό και ως εννεανοϊκό ή εννεϋλικό οξύ, το οποίο απαντά στα φύλλα ορισμένων ειδών πελαργονίου και χρησιμοποιείται σε οργανικές συνθέσεις και για την παραγωγή λακκών,… …   Dictionary of Greek

  • πελαργόνιο — και πελαργόνι, το (θοτ.) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής τάξης γερανιώδη, οικογένεια γερανιίδες, το οποίο περιλαμβάνει 250 περίπου είδη πολυετών ποωδών ή θαμνωδών φυτών στα οποία ανήκουν και τα «γεράνια» τών ανθοκόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια …   Dictionary of Greek

  • γερανιίδες — (geraniaceae). Οικογένεια δικοτυλήδων ποωδών φυτών. Πολλά είδη και ποικιλίες γ., του γένους πελαργόνιο, παρουσιάζουν ενδιαφέρον για την καλλωπιστική αξία τους, όπως το πελαργόνιο το μεγανθές (πελαργόνι), το πελαργόνιο το ζωνωτό (γεράνι), το… …   Dictionary of Greek

  • γεράνι — το είδος καλλωπιστικού φυτού, το πελαργόνι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”